χρωστικός

χρωστικός
-ή, -ό
1. χρωματικός, χρωματιστικός: Πρέπει να προμηθευτούμε τις κατάλληλες χρωστικές ουσίες.
2. το θηλ. ως ουσ., χρωστική ουσία που χρωματίζει τους ιστούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρωστικός — ή, ό, Ν [χρώση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρώση (α. «χρωστικές ύλες» β. «χρωστικά διαλύματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η χρωστική βιολ. έγχρωμη χημική ουσία που προσδίδει χρώμα στους ιστούς οι οποίοι τήν περιέχουν, αλλ. βιόχρωμα …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χρωστική — η, Ν βιολ. βλ. χρωστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”